ερημώδης

ερημώδης
ἐρημώδης, -ες (Α) [έρημος]
1. (για τόπο) αυτός που δίνει την εντύπωση ερήμου
2. ο μάλλον έρημος, ο σχεδόν έρημος από ανθρώπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”